στερεοτύπης

στερεοτύπης
ο полигр, стереотипёр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στερεοτύπης" в других словарях:

  • στερεοτύπης — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην στερεοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + τύπης (< τύπτω), πρβλ. λινο τύπης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • σίγλη — η, ΝΑ σύντομη γραφή ενός ονόματος, γραφή με μονοκοντυλιά, τζίφρα νεοελλ. καθεμιά από τις λέξεις στερεότυπης γραφής που παριστάνονται είτε με τα αρχικά τους γράμματα είτε με μια χαρακτηριστική τους συλλαβή και χρησιμοποιούνται στα στενογραφικά… …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»